Σ ύμφωνα με τον Lewis Wolberg «Ψυχοθεραπεία είναι η θεραπεία με ψυχολογικά μέσα των προβλημάτων συναισθηματικής φύσης, κατά την οποία ένα κατάλληλα εκπαιδευμένο άτομο δημιουργεί μια επαγγελματική σχέση με τον «ασθενή», με στόχο να (1) εκτοπίσει, αναμορφώσει ή επιβραδύνει τα υπάρχοντα συμπτώματα, (2) να οργανώσει τη συμπεριφορά σε σωστές βάσεις, αλλάζοντας τα δυσλειτουργικά σχήματά της, (3) και να προάγει τη θετική ανάπτυξη κι εξέλιξη της προσωπικότητας».
Με πιο απλά λόγια στόχος της ψυχοθεραπείας είναι να διαμορφωθεί μια καλή θεραπευτική σχέση μεταξύ του θεραπευτή και του θεραπευόμενου, η οποία αποτελεί τη βάση ώστε ο θεραπευόμενος να εντοπίσει, να κατανοήσει και να εκφράσει τις δυσκολίες του με απώτερο στόχο την αποφόρτιση των δυσκολιών αυτών και τη επίτευξη ενός πιο λειτουργικού τρόπου ζωής.
Η Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Θεραπεία αποτελεί μία μορφή ψυχοθεραπείας (άλλες μορφές είναι η ψυχοδυναμική, η συστημική, η υπαρξιακή κ.α.) η οποία βασίζεται στην τροποποίηση των δυσλειτουργικών ( δηλαδή μη βοηθητικών) σκέψεων και συμπεριφορών του ατόμου.
Βασίζεται στην αρχή ότι οι συναισθηματικές αντιδράσεις και η συμπεριφορά των ατόμων επηρεάζονται σημαντικά από τις γνωσίες τους, δηλαδή από τις σκέψεις, τις πεποιθήσεις και τις ερμηνείες τους για τον εαυτό τους ή τις καταστάσεις τις οποίες βιώνουν. Στην γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία δεν βασιζόμαστε στο συμβάν αλλά κυρίως στην ερμηνεία που το κάθε άτομο δίνει σε κάτι το οποίο βιώνει.
Μια δεύτερη βασική αρχή της γνωσιακής συμπεριφοριστικής θεραπείας αποτελεί το γεγονός ότι η συμπεριφορά μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στη σκέψη και στο συναίσθημα. Πιο συγκεκριμένα η αλλαγή αυτού που κάνουμε είναι συχνά ένας ισχυρός τρόπος αλλαγής των σκέψεων και των συναισθημάτων
Οι πρώτες συνεδρίες αποτελούν στην ουσία αναγνωριστικές συνεδρίες, με την έννοια ότι ο θεραπευτής θα λάβει ένα εκτενές ιστορικό των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο θεραπευόμενος ώστε να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα. Βασικός στόχος των πρώτων συνεδριών είναι το χτίσισιμο μιας σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου και να συζητηθούν τα θέματα που έκαναν το θεραπευόμενο να επισκεφτεί το θεραπευτή. Θα συζητηθούν επιπλέον πιθανοί προβληματισμοί του θεραπευόμενου, θα τεθούν θεραπευτικοί στόχοι και θα γίνει κατανοητός ο τρόπος που θα συνεχιστεί η θεραπεία. Σε κάθε περίπτωση λαμβάνεται υπόψιν ο προσωπικός χρόνος του κάθε θεραπευόμενου και δεν υπάρχει πίεση από το θεραπευτή.
Δύο πολύ σημαντικά «καμπανάκια» θα πρέπει να είναι αν ένα άτομο νοιώσει έντονη προσωπική δυσφορία (πχ έντονη θλίψη, έντονο άγχος, έντονο φόβο, έντονο θυμό, έντονη δυσκολία στην επικοινωνία με άλλα άτομα) ή όταν δυσλειτουργεί σε κάποιο τομέα της ζωής του, πχ εργασιακό ή κοινωνικό τομεά.
Παρόλα αυτά καλό θα ήταν η έναρξη της θεραπείας να γίνει νωρίτερα, πριν το άτομο νοιώσει τόσο έντονη δυσφορία ή να δυσλειτουργήσει. Όταν αισθανθεί ότι δε μπορεί να διαχειριστεί τα συναισθήματα του και τις καταστάσεις που βιώνει καλό είναι να επικοινωνήσει με έναν ψυχολόγο, ώστε να πάρει τη βοήθεια που χρειάζεται.